-
1 κιβδηλεύω
κιβδηλεύω, verfälschen, bes. Münzen, Gold; οὐ κεκιβδηλευμένοις, ἀλλὰ καλλίστοις ἁπάντων ὡς δοκεῖ νομισμάτων Ar. Ran. 721; τὸ νόμισμα Arist. eth. 9, 3; vgl. B. A. 47, 27; Waaren verfälschen u. damit den Käufer betrügen, Plat. Legg. XI, 917 b; – übh. listig, trüglich reden u. handeln, εὖ τοῦτ' ἐκιβδήλευσας Eur. Bacch. 475.
См. также в других словарях:
κιβδηλεύω — (ΑΜ κιβδηλεύω) [κίβδηλος] νοθεύω, παραποιώ ευγενή μέταλλα, κυρίως χρυσό και άργυρο, ή νομίσματα ή εμπορεύματα (α. «τοῑς τὸ νόμισμα κιβδηλεύουσιν», Αριστοτ. β. «πᾱς γὰρ τῶν κατ ἀγορὰν ὁ κιβδηλεύων τι ψεύδεται καὶ ἀπατᾱ», Πλάτ.) νεοελλ. 1.… … Dictionary of Greek